προκατάσκοπος

προκατάσκοπος
-ον, Α
αυτός που προβλέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατάσκοπος (Ι) «εξεταστής, ερευνητής, επιθεωρητής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”